- γυροβολώ
- γυροβολάω 1. αμετ. .прогуливаться;бродить, слоняться, блуждать; 2. μετ. 1) обходить; окружать; 2) огораживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυροβολώ — ( άω) 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. περιβάλλω έναν τόπο με φράγμα 3. συλλαμβάνω κάποιον με κύκλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + βολώ < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
γυροβολώ — γυροβόλησα, περιστρέφομαι, τριγυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… … Dictionary of Greek
γυροβόλι — το [γυροβολώ] 1. περιφορά 2. περιφέρεια κύκλου 3. σύλληψη κάποιου με κυκλωτική κίνηση 4. περιφερικό φράγμα από καλάμια που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία … Dictionary of Greek
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek